- απριλιάτικος
- η , ο апрельский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απριλιάτικος — η, ο αυτός που ανήκει, που αναφέρεται ή γίνεται τον Απρίλη … Dictionary of Greek
απριλιάτικος — η, ο αυτός που έχει σχέση με τον Απρίλη: Είχαμε και μια απριλιάτικη βροχή που βοήθησε πολύ τα σπαρτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)